REDUCED - ορισμός. Τι είναι το REDUCED
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι REDUCED - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Reduce; Reduction (linguistics); Reductive; Reduced; Reducibility; Reducing; Reducible; Reduction (disambiguation); Reductively; Reduces; Reductions (disambiguation); Reductional

Reduced         
·Impf & ·p.p. of Reduce.
Reducible         
·adj Capable of being reduced.
reducible         
If you say that an idea, problem, or situation is not reducible to something simple, you mean that it is complicated and cannot be described in a simple way. (FORMAL)
The structure of the universe may not be reducible to a problem in physics.
ADJ: v-link ADJ to n, usu with brd-neg

Βικιπαίδεια

Reduction

Reduction, reduced, or reduce may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για REDUCED
1. "REDUCED, REDUCED, DID I MENTION REDUCED!" says the real estate handout on the kitchen counter.
2. A shrinking Diaspora will ultimately mean both reduced aliya and reduced international support for Israel.
3. "If it‘s cold, then for certain the switch will be thrown, with all that means in terms of reduced output, reduced profits and reduced competitiveness.
4. We‘ve reduced the number of warheads, we‘ve reduced the firepower of these warheads.
5. If we see reduced service then we must surely have a reduced licence fee.